-
1 καταγραφείς
καταγράφωscratch: aor subj pass 2nd sg (epic)καταγραφεύςcataloguer: masc acc plκαταγραφεύςcataloguer: masc nom /voc pl (parad-form) -
2 καταγραφεῖς
καταγράφωscratch: aor subj pass 2nd sg (epic)καταγραφεύςcataloguer: masc acc plκαταγραφεύςcataloguer: masc nom /voc pl (parad-form) -
3 καταγραφείς
καταγράφωscratch: aor part pass masc nom /voc sg -
4 καταγράφω
A scratch, lacerate, Hdt.3.108 (v.l. καταγνάφω), Ael.VH10.3; ἰὸς δένδρεα κ. marks them, Nonn.D.21.329; κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ grazed it, ib.4.407, cf. Tryph.669:—[voice] Pass.,καταγεγράφθαι ταῖς ῥυτίσι EM239.31
.2 engrave, inscribe,εἰς τοὺς τοίχους στίχον Plb.5.9.4
:—[voice] Pass., νόμοι κατεγράφησαν (for [dialect] Att. ἀνεγρ-)εἰς ἄξονας Plu.Sol.25
.3 draw in outline, delineate, Paus.1.28.2.4 describe, Ptol.Geog.1.2.2, D.P. 707, Aret.CA1.5 ([voice] Pass.): in Geom., ἑξάγωνον κ. Simp.in Cael.653.7.2 register, record, ; (iii B.C.);κατεγράφησαν ἄνδρες οὓς ἔδει θνῄσκειν Plu. Cic.46
; esp. enroll,ναύτας Plb.1.49.2
;δυνάμεις D.S.11.1
;τινὰς εἰς φυλὰς καὶ φρατρίας D.H.2.35
:—[voice] Pass., τμηθέντων τῶν ὁρκίων.. καὶ καταγραφέντων,.. τοὺς ὁμήρους.. τοὺς.. καταγραφέντας, Plb.29.3.6;σύγκλητος ὑπὸ τῶν τιμητῶν καταγραφεῖσα D.S.20.36
; .b prescribe, ordain, c. acc. et inf., Luc.Am.19.4 convey, transfer by deed, Plu.2.482c;οἰκίαν εἴς τινα PPetr.2p.70
(iii B.C.), cf. BGU50.8 ([voice] Pass., ii A.D.), POxy. 1703 (iii A.D.), etc. (also in [voice] Med. of the purchaser, have conveyed to one, Annuario 4/5.469 (Halic.):—[voice] Pass., ὁ καταγραφείς the person to whom property is conveyed, POxy.472.19 (ii A. D.)): generally, assign,ἑαυτῷ λύτρα Ael.Fr.71
: c. inf., reckon that.., Id.NA7.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγράφω
См. также в других словарях:
καταγραφεῖς — καταγράφω scratch aor subj pass 2nd sg (epic) καταγραφεύς cataloguer masc acc pl καταγραφεύς cataloguer masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφείς — καταγράφω scratch aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek